- κληρονόμημα
- κληρονόμημαinheritanceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κληρονόμημα — το (Α κληρονόμημα) [κληρονομώ] η κληρονομία, αυτό που κληρονομεί κάποιος … Dictionary of Greek
κληρονόμημα — το, ατος ό,τι κληρονομείται, κληρονομιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κληρονομημάτων — κληρονόμημα inheritance neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομήματα — κληρονόμημα inheritance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
ԺԱՌԱՆԳԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0834 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 12c ա.գ. κληρονόμημα haereditas, possessio Մտանելն ʼի ժառանգութիւն. գոլն ժառանգաւոր իրաւամբք ծննդեան, կամ յաջողութեան. *Զորդեգրութեանն աստուծոյ անուն ժառանգել յետ ելանելոյ ʼի ջրոյ անտի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)